αποπνικτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ή συντελεί στην απόπνιξη, ο πνιγηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπνίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ασφυκτικός — και ασφυχτικός, ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνικτικός 2. ο σχετικός με την ασφυξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την … Dictionary of Greek
πνιγηρός — ή, ό / πνιγηρός, ά, όν, ΝΑ αποπνικτικός, αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, με πίεση τού λαιμού, με ζέστη ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή ατμόσφαιρα» β. «σκηνώμασι πνιγηροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ.… … Dictionary of Greek
πνιγώδης — ῶδες, Α [πνίγος] 1.αυτός που πνίγει 2. (για χώρο) αποπνικτικός («τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῑς καὶ πνιγώδεσιν», Ιπποκρ.) 3. (για αναπνευστική οδό) πνιγμένος, φραγμένος («πνιγώδης φάρυγξ», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek